Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ ἀριστεῖα

См. также в других словарях:

  • παράσημο — Διακριτικό σήμα, που απονέμεται από το κράτος ως ηθική ανταμοιβή για ιδιαίτερες υπηρεσίες προς το έθνος, την κοινωνία, τις επιστήμες, τα γράμματα κλπ. Η προέλευσή του συνδέεται με τα θρησκευτικά τάγματα και τα τάγματα των ιπποτών που… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωροπούλου-Λιβαδά, Βαρβάρα — (Αργοστόλι 1897 – 1975). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στην Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία, στο πολυτεχνείο ιχνογραφία καλλιγραφία, στην ακαδημία καλών τεχνών της Λειψίας ζωγραφική και στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Παρισιού… …   Dictionary of Greek

  • αριστείο — το (Α άριστεῑα, τα κ. ιων. ήϊα) [αριστεύω] η αμοιβή, το έπαθλο που απονέμεται για ανδρεία ή γενναιοφροσύνη νεοελλ. το πρώτο βραβείο, τα πρωτεία για επίδοση και υπεροχή στις σπουδές ή στην κοινωνική και ηθική κυρίως δράση αρχ. (στον ενικό) τὸ… …   Dictionary of Greek

  • οαριστύς — ὀαριστύς, ύος, ἡ (Α) 1. σχέση οικειότητας, φιλική συναναστροφή 2. συμμετοχή σε κάτι («ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς» η συμμετοχή και η αριστεία στον πόλεμο, Ομ. Ιλ.) 3. ως κύριο όν. τίτλος τού 27ου ειδυλλίου τού Θεοκρίτου 4. φρ. «προμάχων ὀαριοτύς» η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»